- διαχειριστικός
- administrative
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
διαχειριστικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με τον διαχειριστή ή τη διαχείριση … Dictionary of Greek
διαχειριστικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στη διαχείριση: Τα αποτελέσματα των διαχειριστικών ελιγμών της δημόσιας επιχείρησης κρίνονται ως ικανοποιητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)